τεχνουργώ

τεχνουργώ
τεχνούργησα, τεχνουργήθηκα, τεχνουργημένος
1. κατασκευάζω κάτι με τεχνικά μέσα.
2. κατασκευάζω κάτι καλλιτεχνικά: Ο γλύπτης τεχνούργησε άγαλμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεχνουργώ — τεχνουργῶ, έω, ΝΜΑ [τεχνουργός] κατασκευάζω κάτι εντέχνως, δημιουργώ με τεχνικό τρόπο («ἀπολυπραγμόνητα τὰ παρὰ τοῡ Θεοῡ τεχνουργούμενα», Κύριλλ.) νεοελλ. κατασκευάζω κάτι με τεχνικά μέσα …   Dictionary of Greek

  • ατεχνούργητος — η, ο [τεχνουργώ] αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί με δεξιοτεχνία …   Dictionary of Greek

  • λεπτοτεχνουργημένος — λεπτοτεχνουργημένος, η, ον (Μ) δουλεμένος περίτεχνα, κατασκευασμένος με λεπτή τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + τεχνουργημένος (< τεχνουργῶ)] …   Dictionary of Greek

  • πριοποιώ — έω, Α κατασκευάζω, τεχνουργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «δένω γερά» + ποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • προσφιλοτεχνώ — έω, Α 1. μεταχειρίζομαι περισσότερη τέχνη σε κάτι 2. προσθέτω κάτι με τέχνη 3. σοφίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φιλοτεχνῶ «ενεργώ με τέχνη, τεχνουργώ»] …   Dictionary of Greek

  • τεχνούργημα — το, ΝΜΑ [τεχνουργῶ] έργο τέχνης, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. (αρχαιολ. κοινων. ανθρωπολ. τεχνολ.) κάθε αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπινη εργασία ή τροποποίηση, σε αντιδιαστολή προς τα αντικείμενα που δημιουργήθηκαν από τη φύση, αλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”