τεχνουργώ — τεχνουργῶ, έω, ΝΜΑ [τεχνουργός] κατασκευάζω κάτι εντέχνως, δημιουργώ με τεχνικό τρόπο («ἀπολυπραγμόνητα τὰ παρὰ τοῡ Θεοῡ τεχνουργούμενα», Κύριλλ.) νεοελλ. κατασκευάζω κάτι με τεχνικά μέσα … Dictionary of Greek
ατεχνούργητος — η, ο [τεχνουργώ] αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί με δεξιοτεχνία … Dictionary of Greek
λεπτοτεχνουργημένος — λεπτοτεχνουργημένος, η, ον (Μ) δουλεμένος περίτεχνα, κατασκευασμένος με λεπτή τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + τεχνουργημένος (< τεχνουργῶ)] … Dictionary of Greek
πριοποιώ — έω, Α κατασκευάζω, τεχνουργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «δένω γερά» + ποιῶ] … Dictionary of Greek
προσφιλοτεχνώ — έω, Α 1. μεταχειρίζομαι περισσότερη τέχνη σε κάτι 2. προσθέτω κάτι με τέχνη 3. σοφίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φιλοτεχνῶ «ενεργώ με τέχνη, τεχνουργώ»] … Dictionary of Greek
τεχνούργημα — το, ΝΜΑ [τεχνουργῶ] έργο τέχνης, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. (αρχαιολ. κοινων. ανθρωπολ. τεχνολ.) κάθε αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπινη εργασία ή τροποποίηση, σε αντιδιαστολή προς τα αντικείμενα που δημιουργήθηκαν από τη φύση, αλλ.… … Dictionary of Greek